- απορφανισμός
- yetim bırakma
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
απορφάνιση, η, απορφάνισμα, το — απορφάνιση, η και απορφάνισμα, το, ατος και απορφανισμός, ο το να έχει κανείς απορφανιστεί, η ορφάνια: Η απορφάνιση των μελισσών γίνεται με το να απομείνουν χωρίς βασίλισσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)